- αταρίχευτος
- -η, -ο (Α ἀταρίχευτος, -ον)αυτός που δεν τον έχουν ταριχεύσει ή παστώσεινεοελλ.(για νεκρούς) αυτός που δεν τον έχουν διατηρήσει με ταρίχευση, ο αβαλσάμωτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αταρίχευτος — η, ο αυτός που δεν ταριχεύτηκε, δε βαλσαμώθηκε: Δεν μπορούσαν ν αφήσουν το νεκρό αταρίχευτο, αφού θα τον μετέφεραν για ταφή στη γενέτειρά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀταριχεύτου — ἀταρίχευτος not desiccated masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταριχεύτων — ἀταρίχευτος not desiccated masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβαλσάμωτος — η, ο [βαλσαμώνω] ο μη βαλσαμωμένος, αταρίχευτος … Dictionary of Greek